θεικοῦ

θεικοῦ
θεικός
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Πάσχα — Μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές της χριστιανοσύνης, η οποία γίνεται σε ανάμνηση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Αρχικά ήταν εβραϊκή γιορτή (ο όρος προέρχεται από το εβραϊκό πεσάχ = διάβαση), που συνδεόταν με τη βιβλική… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • πλήρωση — η / πλήρωσις, ώσεως και ιων. τ. ιος, ΝΑ [πληρώ] το να πληρούται, να γεμίζει κάτι τελείως, το τέλειο γέμισμα νεοελλ. 1. εκπλήρωση, εκτέλεση (α. «η πλήρωση τών όρων τού συμβολαίου» β. «πλήρωση τών απαιτήσεων») 2. φρ. «γλωσσική πλήρωση» (γλωσα)… …   Dictionary of Greek

  • Άνεμοι — Μυθολογικά πρόσωπα. Πρόκειται για τερατόμορφες προσωποποιήσεις των στοιχείων της φύσης, που προκαλούν τρόμο στους ανθρώπους, ή ήρεμες και ευεργετικές θεότητες (κανονικοί άνεμοι). Οι πρώτοι αντιπροσωπεύονται από τα τέρατα Τυφάωνα ή Τυφωέα, Έχιδνα …   Dictionary of Greek

  • αχερόντεια βιβλία — (libri acherontici). Βιβλία που αναφέρονται στον θεό των Ετρούσκων Τάγη και περιέχουν τη διδασκαλία προς τον γιο του Βάκχητα. Τα κυριότερα σημεία των βιβλίων αναφέρονται στο υπαρξιακό πρόβλημα της ζωής και του θανάτου, στην ύπαρξη του υπέρτατου… …   Dictionary of Greek

  • Δίας ή Ζευς — I Η κορυφαία μυθολογική θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεο. Η μορφή του θεού αυτού είχε την προέλευσή της σε ένα υπέρτατο ον των ινδοευρωπαϊκών λαών, που είχε το όνομα του φωτεινού ουρανού, το οποίο διατηρείται στις διάφορες ιστορικές γλώσσες:… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Καλιδάσα — (Kalidasa, περ. 340 – περ. 400 μ.Χ.). Ινδός ποιητής. Ελάχιστα είναι γνωστά για τη ζωή του. Η παράδοση σύμφωνα με την οποία ο Κ. ήταν μυημένος στη λατρεία της θεάς Κάλι, εμπνεύστριας της ποίησής του, είναι αβάσιμη και μάλλον οφείλεται στην… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”